- Λᾶομεδοντιάδης
- Λᾶομεδοντιάδης: son or descendant of Laomedon.—(1) Priam, Il. 3.250.—(2) Lampus, Il. 15.527.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Λαομεδοντιάδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαομεδοντιάδη — Λαομεδοντιάδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λαομεδοντιάδῃ — Λαομεδοντιάδης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)